-
1 παραδοσις
- εως ἥ1) передача, вручение(τοῦ σκήπτρου Thuc.; τῶν χρημάτων Arst.; τῆς βασιλείας Plut.)
2) преподавание, передача учения(διδασκαλία καὴ π. Plat.)
3) сдача (неприятелю)(τῆς πόλεως Thuc., Polyb.)
4) учение, предание(εἰς μνήμην καὴ παράδοσιν ἄγειν τινί τι Polyb.; παραβαίνειν τέν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων NT.)